Mε χαρά και συγκίνηση μας δέχτηκε στο σπίτι της η κ. Χρυσούλα Εξαδακτύλου που γεννήθηκε και ζει στο Ωραιόκαστρο. Παιδί δεύτερης γενιάς, προσφύγων απ’ τον Πόντο, με ένα πολύ μεγάλο σόι (ο Σπύρος Εξαδάκτυλος και τα αδέλφια του Παναγιώτης, Παύλος, Γιάννης, Σοφία Μαχαιροπούλου και Παναγιώτα Πετροπούλου) που πρόσφεραν πολλά στα κοινοτικά και πολιτιστικά δρώμενα του Ωραιοκάστρου.
Η επίσκεψή μας με τον κ. Τάσο Ασημεόνογλου μας γέμισε αναμνήσεις από τη συνεργασία μας με την κ. Χρυσούλα το 2003. Τότε που απλόχερα μας παραχώρησε το αρχειακό φωτογραφικό υλικό της οικογένειάς της και το υλικό αυτό μετά από επεξεργασία του Τάσου και την αφιλοκερδή προσφορά του Γιάννη Λαζαρίδη, για την εκτύπωσή του, υπήρξε μέρος της φωτογραφικής έκθεσης που πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2003 στο Δημαρχείο Ωραιοκάστρου.
Αυτή τη φορά ο σκοπός της επίσκεψής μας ήταν να αντλήσουμε πληροφορίες, για να θυμηθούν οι παλιοί και να γνωρίσουν οι νέοι, για να θυμηθούμε ανθρώπους και στιγμές…
Στην ερώτησή μου από πού ήρθαν οι γονείς της κ. Χρυσούλας, μου απάντησε:
Οι γονείς μου ήρθαν το 1923 από το Μπακού της Ρωσίας. Ο πατέρας μου Σπύρος Εξαδάκτυλος ήταν από το Χατς του Πόντου και όταν τελείωσε το εκεί τουρκικό σχολείο, με άριστα, συνέχισε στο ρωσικό σχολείο όπου και εκεί αρίστευσε. Κατόπιν τελείωσε τη λογιστική και δούλεψε σαν λογιστής στις επιχειρήσεις του πεθερού του. Η μητέρα μου Βασιλική Γεωργιάδου, καταγόταν από την Τραπεζούντα αλλά έμενε με την οικογένειά της στο Μπακού. Ο πατέρας της Νικόλαος ήταν βαθύπλουτος, με πολλούς φούρνους και εστιατόρια, σ’ αυτή την παραθαλάσσια πόλη που περνούσε και ο σιδηρόδρομος. Τροφοδοτούσε με ψωμί το ρωσικό στρατό. Ο παππούς μου είχε επιχειρηματικό πνεύμα.
Όταν ήρθαν στην Ελλάδα δεν είχαν τίποτε, γιατί ο πατέρας μου αρρώστησε από τύφο πάνω στο πλοίο και η μητέρα μου για να τον σώσει τον έκρυβε στη μία από τις δυο καμπίνες που είχαν. Εκείνα τα χρόνια όποιος πέθαινε ή αρρώσταινε από τύφο τον πετούσαν στη θάλασσα, από το φόβο της μετάδοσης της ασθένειας. Η μητέρα μου λοιπόν έβαζε κρυφά τα ρούχα του πατέρα μου στο φούρνο δίνοντας ότι κοσμήματα είχε στους ναυτικούς, για να μη μιλήσουν. Έτσι κατάφερε και γλύτωσε τον πατέρα μου.
Μεταξύ αυτών που έφερε από τη Ρωσία η μητέρα μου ήταν και δυο πορσελάνινα σερβίτσια φαγητού, ένα ροζ και ένα μπλε. Όταν ήρθαν στο Ωραιόκαστρο, η μητέρα μου αναγκάστηκε να δουλέψει στα χωράφια των Βλάχων. Εδώ όλοι είχαν πήλινα πιάτα και για να μη διαφέρει από τους άλλους, με τα πρώτα λεφτά που πήρε, αγόρασε κι αυτή πήλινα.
Εκείνα τα χρόνια μεταξύ των κατοίκων υπήρχε αλληλεγγύη, ήταν όλοι σαν αδέρφια! Αφού να σκεφτείς, όταν η αδελφή μου Ελένη σε ηλικία επτά χρονών αρρώστησε από μηνιγγίτιδα, ο Παύλος ο Τσακαλίδης, που ήταν ο μόνος που διέθετε κάρο με άλογο, μετέφερε τη μητέρα μου και την αδερφή μου στο Λοιμωδών για όσο διάστημα χρειάστηκε. Δυστυχώς η αδερφή μου πέθανε.
Κυρία Χρυσούλα η οικογένειά σας ασχολήθηκε και με αγροτικές δουλειές στο Μπακού;
_ Όχι. Μόνο με τους φούρνους και τα εστιατόρια και μάλιστα έκτισε ο παππούς μου την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου εκεί το πρώτο παιδί που βαφτίστηκε ήταν η θεία μου η Τάσα. Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Μπακού υπάρχει ακόμη.
Σε σχετικές ερωτήσεις μου η κ. Χρυσούλα με πληροφόρησε ότι η μητέρα της δεν φορούσε την ποντιακή φορεσιά ούτε μιλούσε τα ποντιακά γιατί γεννήθηκε στο Μπακού. Υπήρχε όμως η συνήθεια στους πόντιους να παντρεύουν τα κορίτσια τους από μικρή ηλικία. Για παράδειγμα τη θεία της την Εύα την πάντρεψαν 12 ετών με το Γιώργο Χαραβόπουλο και μέχρι τα δεκαέξι της κοιμόταν με την πεθερά της.
Εγκατάσταση στο Ωραιόκαστρο
Όταν ήρθαν στην Ελλάδα, πρωτοεγκαταστάθηκαν στο Παλαιόκαστρο , ο πατέρας μου, η μητέρα μου, ο αδερφός μου Παναγιώτης και η νταντά της μητέρας μου. Η νταντά της δεν ακολούθησε τα αδέρφια της που εγκαταστάθηκαν στο Πανόραμα αλλά προτίμησε να είναι κοντά στη μητέρα μου. Μάλιστα παρέμεινε και πέθανε εδώ. Οι συνθήκες ήταν άθλιες. Έμεναν σε στάβλους που είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι, χωρισμένους με κουρελούδες. Οι δικοί μου ήταν άμαθοι σε τέτοιες συνθήκες, επειδή ζούσαν στην πόλη και φοβόντουσαν μην αρρωστήσει ο τετράχρονος Παναγιώτης. Σε ένα χρόνο έφυγαν από εκεί και αγόρασαν οικόπεδο στο Ωραιόκαστρο στη σημερινή οδό Κομνηνών. Τότε δεν υπήρχαν δρόμοι παρά μόνο πέτρες, πουρνάρια και γαϊδουράγκαθα. Στη θέση τους η μητέρα μου, φύτευε δέντρα, ήταν πολύ εργατική και δραστήρια γυναίκα. Για τους γονείς μου το Ωραιόκαστρο ήταν η πατρίδα τους πια, το Α και το Ω. Με τις 5.000 δραχμές του εποικισμού πήραν κασμά, τσάπα και δυο φτυάρια. Μέχρι τότε έσκαβαν με τα χέρια! Με τα υπόλοιπα έχτισαν το πρώτο μας σπίτι, έβαλαν τα κεραμίδια και σοβάτισαν εσωτερικά μόνο το σαλόνι και την κουζίνα. Αργότερα το 1955 κτίστηκε το δεύτερο σπίτι μας.
Ο πατέρας μου τον πρώτο καιρό δούλεψε σε φούρνο στη Θεσσαλονίκη και μετά άνοιξε φούρνο στο Ωραιόκαστρο, δίπλα στο σπίτι μας. Αυτή τη δουλειά ήξερε. Στο φούρνο δούλευαν ο Στέλιος ο Κυριακίδης, ο Στέλιος ο Παπαδόπουλος, ο Γιάννης ο Χρηματόπουλος και άλλοι. Εγώ, ένα μήνα κάθε χρόνο, μαθήτρια ακόμα στο Γυμνάσιο, κουβαλούσα τα ψωμιά σε πρατήρια και σε σπίτια. Ο πατέρας μου ήθελε να δουλεύω για να ξέρω πως βγαίνουν τα λεφτά. Έτσι με τα χρήματα από τη δουλειά μου, έκανα πολλές εκδρομές αν και ήμουν μικρή.
Ο πατέρας μου Σπύρος Εξαδάκτυλος, ως πρόεδρος της κοινότητας του Ωραιοκάστρου.
Οι γονείς μου αγαπούσαν πολύ το Ωραιόκαστρο. Είχαν πάθος για τα λουλούδια. Να σκεφτείς κουβαλούσαν νερό από του Ανδρεάδη για να τα ποτίζουν και ήταν οι μόνοι που είχαν τριανταφυλλιές. Αυτό το πάθος τους το μετέφεραν και σε μένα και διατηρώ τον κήπο ακόμη και σήμερα όπως τον είχαν.
Θυμάμαι όταν ο πατέρας μου ήταν πρόεδρος της κοινότητας, μαζί με το Γιώργο Χαραβόπουλο που ήταν σύμβουλος, κατέβηκαν στην Αθήνα και κατόρθωσαν να εγκριθούν τα χρήματα για τη χαλικόστρωση του κεντρικού δρόμου του Ωραιοκάστρου. Έτσι έγινε αυτό το έργο. Όμως η μεγαλύτερη προσφορά του ήταν η δημιουργία του δάσους. Στις δεντροφυτέψεις ήταν μεγάλη η συμμετοχή του κόσμου. Όλο το κρασί που παρήγαγε ο πατέρας μου και τα τουρσιά που έφτιαχνε η μητέρα μου προσφέρονταν στον κόσμο που συμμετείχε και γινόντουσαν γλέντια στην πλατεία, μπροστά στου Κοσμά του Χαραλαμπίδη. Πρώτοι χορευτές ήταν πάντα ο Λεωνίδας ο Ρωμανίδης και η Ανάστα η Γεωργιάδου του Θωμόγλη. Χαίρομαι που ο πατέρας μου ήταν προοδευτικός άνθρωπος και τώρα απολαμβάνουμε όλοι αυτό το δάσος. Δεν με ενδιαφέρει η αναγνώριση. Ήθελε και το έκανε και είμαι περήφανη γι αυτό.
Ο αδερφός μου Παναγιώτης Εξαδάκτυλος
Ο αδερφός μου, είχαμε είκοσι χρόνια διαφορά, πήγε στο σχολείο μέχρι την Δ’ Δημοτικού , γιατί δεν είχαν άλλες τάξεις εδώ και έτσι κατέβηκε στη Θεσσαλονίκη για να συνεχίσει τις σπουδές του. Πέρασε στη Νομική Σχολή. Όταν υπηρετούσε στη Σχολή Αξιωματικών στη Σύρο, έγινε ο Αλβανικός πόλεμος, όπου πολέμησε και αποστρατεύτηκε μετά τον εμφύλιο. Έτσι τελείωσε την Νομική αργότερα και εργάστηκε ως Διευθυντής στο Λαϊκό Νοσοκομείο, στο Α.Χ.Ε.Π.Α., στα Νοσοκομεία Έδεσσας, Μυτιλήνης και αλλού. Αν και δεν έζησε πολύ στο Ωραιόκαστρο, το αγαπούσε πολύ και ερχόταν τακτικά όποτε μπορούσε.
Η ζωή μου στο Ωραιόκαστρο και η συμμετοχή μου στα Πολιτιστικά
Γυμνάσιο πήγα στη Σχολή Βαλαγιάννη, το ακριβότερο σχολείο της Θεσσαλονίκης, που ήταν απέναντι από τη Μητρόπολη και έμενα στη ΧΕΝ, γιατί λεωφορείο για το Ωραιόκαστρο είχε τότε μόνο ένα την εβδομάδα. Μετά αποφάσισα μόνη μου να συνεχίσω στο Γ’ Γυμνάσιο Θηλέων, γιατί δεν ήθελα να νομίζουν ότι προβιβάζομαι επειδή πλήρωνα. Στη συνέχεια σπούδασα Λογιστική με την οποία και ασχολήθηκα επαγγελματικά.
Γενικά πέρασα πολύ καλή ζωή. Δεν μου έλλειψε τίποτα, ακόμη και στη γερμανική κατοχή. Οι Γερμανοί είχαν τα μαγειρεία τους εδώ παραπάνω, δίπλα στου Δημητριάδη το οικόπεδο και έψηναν τα φαγητά τους στο φούρνο μας. Επίταξαν και το δικό μας σπίτι και μας άφησαν ένα μόνο δωμάτιο. Η επιλογή τους έγινε επειδή είχαμε μπάνιο με μπανιέρα και καζάνι πιέσεως, πράγμα σπάνιο για εκείνη τη εποχή. Όταν στα άλλα παιδιά έλλειπε ακόμα και η ζάχαρη εγώ ήμουν χορτάτη και από σοκολάτες. Πέρασα πολύ καλά παιδικά χρόνια. Δασκάλους θυμάμαι τον Αγγελίδη και την Μπόλα, μετά ήρθε η Λαύρα η Παπαδοπούλου. Υπήρχαν στο Δημοτικό παιδιά που δεν είχαν παπούτσια, μα ούτε και μολύβι. Τέτοια φτώχεια! Κάθε παιδί όμως έφερνε και ένα ξύλο για τις σόμπες του σχολείου. Το Δημοτικό ήταν εκεί που είναι τώρα η μπροστινή αυλή, το διθέσιο σχολείο που πηγαίναμε τότε έχει γκρεμιστεί. Μόνο η παλιά πόρτα ξαναχρησιμοποιήθηκε για το παλιό σχολείο που υπάρχει σήμερα.
Θέλω να αναφερθείτε για τα πολιτιστικά του Ωραιοκάστρου. Σας θυμάμαι να πρωτοστατείτε μαζί με το Γιώργο Ξανθόπουλο και άλλους στα θεατρικά δρώμενα.
Θυμάμαι ότι μονίμως ήμουν ταμίας του συλλόγου που υπήρχε τότε. Όταν τα παιδιά της Παιδόπολης ανέβαζαν θεατρικές παραστάσεις, που ήταν ένα σημαντικό γεγονός για το Ωραιόκαστρο, επειδή δεν είχαν κάτι άλλο να διασκεδάσουν, πάντα με φώναζαν να συμμετέχω στις θεατρικές παραστάσεις τους. Έχω και φωτογραφίες από τις παραστάσεις αυτές. Μάλιστα ένα από τα παιδιά αυτά έγινε γνωστός ηθοποιός. Δεν έπαιξα σε Ποντιακά έργα, γιατί δε γνώριζα καλά την ποντιακή. Ο σκηνοθέτης μας, ο Κυριακίδης, είχε πάθος με το θέατρο και διοργάνωνε τις θεατρικές παραστάσεις αφιλοκερδώς. Ήταν δύο με τρία έργα που ανεβάζαμε στο Ωραιόκαστρο κάθε χρονιά. Είχα κι εγώ πάθος με το θέατρο, ταλέντο ήμουν, έπρεπε να είχα γίνει θεατρίνα. Συμμετείχα σε πάμπολλα έργα κι έτσι δεν μπορώ να θυμηθώ σε πια ακριβώς έπαιξα.
Τον πρώτο Σύλλογο που θυμάμαι τον είχαμε κάνει με το Γιώργο τον Ξανθόπουλο, τον Κώστα τον Κεβρεκίδη, τον Κωτσίκο τον Ιωαννίδη και άλλους. Είχαμε μια πολύ καλή παρέα που οργάνωνε χορούς. Οργανοπαίχτη, στη λύρα, είχαμε κυρίως τον Σπυρίκο Ρωμανίδη, έπειτα ήρθε ο Λάμπον ο Παυλίδης με το κλαρίνο. Μαζευόμασταν συχνά σε σπίτια και κάναμε πάρτι, που ήταν τότε της μόδας. Ο Νίκος ο Κελίδης ήταν πάντα πρόθυμος να μας παραχωρεί το σπίτι του για τέτοιες εκδηλώσεις. Οργανώνονταν και εκδρομές με τρακτέρ και με κάρα ακόμη.
Από παλιά έθιμα, θυμάμαι όταν ήμουν παιδί, το Πάσχα πηγαίναμε με το Γιώργο τον Εξαδάκτυλο στη θεία την Ελένη τη Χαραβοπούλου και μας έδινε αυγά από ταϊγάνα που ήταν πολύ γερά και σπάγαμε με αυτά τα αυγά των άλλων. Στους γάμους και στις ονομαστικές εορτές γίνονταν μεγάλα γλέντια με συνοδεία λύρας. Παραμονές του γάμου τα σόγια και οι φίλοι του γαμπρού έκλεβαν από τα κοτέτσια κότες για τη σούπα που θα σερβιριζόταν μετά το τέλος του γλεντιού, τα ξημερώματα.
Πέρασα πολύ καλή ζωή, θυμάμαι με νοσταλγία τα χρόνια εκείνα, με τους παλιούς φίλους και γνωστούς.
Με βαθιά συγκίνηση, πλημμυρισμένη από μια θάλασσα ανάμικτων συναισθημάτων, ευχαρίστησα την κ. Χρυσούλα Εξαδακτύλου για το χρόνο που μας διέθεσε γι αυτήν τη συνέντευξη, αλλά και για την απλόχερη παραχώρηση του φωτογραφικού της υλικού. Μας ταξίδεψε με νοσταλγία, όχι μόνον σε αγαπημένους τόπους και ανθρώπους, αλλά και σε ήχους, γεύσεις και χρώματα του παλιού χωριού μας, του Ωραιοκάστρου.
Την αποχαιρέτησα με την υπόσχεση, ότι στην επόμενη συνάντησή μας θα της φέρω λουλούδια για τον κήπο της, που τόσο αγαπά και καμαρώνει.
Θερμά ευχαριστούμε
Ωραιόκαστρο 10-3-2010